- βοοειδής
- βοο-ειδής, ochsengestaltig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βοοειδής — ές (AM βοοειδής, ές) (για ζώα) αυτός που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το βόδι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τα βοοειδή αρτιοδάκτυλα θηλαστικά μηρυκαστικά χωρίς κοπτήρες και κυνόδοντες στην άνω σιαγόνα και με μόνιμα κοίλα κέρατα στο μέτωπο … Dictionary of Greek